-
1 Αφροδίτης
-
2 Ἀφροδίτης
-
3 αφροδίτης
-
4 ἀφροδίτης
-
5 ἀντιλαμβάνω
A receive instead of,χρυσοῦ δώματα πλήρη τᾶς ἥβας ἀ. E.HF 646
(lyr.); mostly without a gen., receive in turn,Thgn.
108;κἂν.. ᾖ σώφρων.. σώφρον' ἀντιλήψεται E.Andr. 741
;ἡδονὴν δόντας.. κακίαν.. ἀ. Th.3.58
; b40; ἀ. ἄλλην [χώραν] seize in return, get instead, Th.1.143;ἀ. ἄλλους τινάς X.Cyr.5.3.12
, cf. 8.7.16;χάριτα AP6.191
([place name] Longus).II mostly in [voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass.- είλημμαι Lys.28.15
, Pl.Prm. 130e: c. gen., lay hold of,σαπροῦ πείσματος ἀντελάβου Thgn.1362
;ἄκρου τοῦ στύρακος ἀ. Pl.La. 184a
, cf. Prt. 317d,al.; τῇ ἀριστερᾷ ἀ. τοῦ τρίβωνος ib. 335d; φιλίου χωρίου ἀ. gain or reach it, Th.7.77, cf. Ar.Th. 242: abs.,- όμενος Th.3.22
. b. metaph.c.gen., lay hold of, τῆς σωτηρίας, τῆς ἐλευθερίας, τοῦ ἀσφαλοῦς, Id.2.61,62,3.22; lay claim to,τοῦ θρόνου Ar.Ra. 777
, 787;τοῦ πατρικοῦ μέρους BGU648.10
(ii A.D.).2 help, take part with, assist,οὐκ ἀντιλήψεσθ'; E.Tr. 464
; of persons, ἀ. Ἑλλήρων to take their part, D.S.11.13;ἀ. τῶν ἀσθενούντων Act.Ap.20.35
, etc.: abs., Th.7.70:— also in [voice] Pass., ἀντειλημμένη having received help, BGU1105.21 (Aug.), al.3 take part or share in a thing, take in hand,τῶν πραγμάτων X.Cyr.2.3.6
, D.1.20, etc.;τοῦ πολέμου Isoc.6.101
;τῆς θαλάττης Plb.1.39.14
;τῆς Ἀφροδίτης Alex.219.15
;τῆς παιδείας Pl.R. 534d
; ἀ. τοῦ λόγου seize on the conversation (to the interruption of the rest), ib. 336b: abs.,ἀρχόμενοι πάντες ὀξύτερον ἀ. Th.2.8
, cf. 8.106.4 take hold of for the purpose of finding fault, reprehend, attack, , cf. R. 497d, etc.; τοῦδε ἀντιλαβώμεθα let us attack the question, Id.Tht. 169d; ἀ. ὡς ἀδύνατον.. to object that.., Id.Sph. 251b: abs., Id.Grg. 506a.5 take fast hold of, i.e. captivate,ὁ λόγος ἀντιλαμβάνεταί μου Id.Phd. 88d
, cf. Prm. 130e, Luc.Nigr.19.6 of plants, take hold, Thphr.HP4.1.5; of scions, unite, CP1.6.4.7 grasp with the mind, perceive, apprehend, Pl.Ax. 370a; noted as an obsol, word for συνίημι by Luc.Sol.7:—so of the senses, ἀ. κατὰ τὴν ἀκοήν, ὀσφρήσει, S.E.P.1.50,64, cf. Phot.p.148R., Alex.Aphr.in Top.103.1, al.III in [voice] Med. also, hold back,ἵππου τῷ χαλινῷ X.Eq.10.15
, cf. Arist.MM 1188b6; interrupt, Aud. 802b26.IV [voice] Act. in sense of [voice] Med., Alex.Aphr.Pr.1.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιλαμβάνω
-
6 μεθυω
(только praes. и impf.)1) быть пьяным, быть в опьянении(ὑπὸ τοῦ οἴνου Xen.; ἐκ τῆς μέθης Diod.; перен. ὑπό τῆς Ἀφροδίτης Xen.; τοῦ ἀκράτου τῆς ἐλευθερίας Plat.; τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων Dem.)
2) быть смоченным, пропитанным(ἀλοιφῇ Hom.; ὄμβροισι Anth.)
πληγαῖς μεθύων Theocr. — ошеломленный ударами3) перен. упиваться(ἑκ τοῦ αἵματος NT.)
-
7 νήφω
νήφω, [dialect] Dor. [full] νάφω (v. infr. II), used by early writers only in [tense] pres., mostly in part.: later [tense] impf.Aἔνηφον Chor.
in Rev.Phil.1877.67: [tense] aor. ἔνηψα IEp.Pet.4.7, Orac. ap. Ael.Fr. 103, J.AJ11.3.3, Procl. in Prm. p.741 S., ([etym.] ἐξ-) Aret.SD1.5, ([etym.] ἀν-) Nic.Dam.4 J.:—to be sober, drink no wine,οὔτε τι γὰρ ν. οὔτε λίην μεθύω Thgn.478
;νήφειν Archil.4
, Pl. Smp. 213e, al.: part. νήφων as Adj., = νηφάλιος, Hdt.1.133, Ar.Lys. 1228;ὑμῖν ἀντέκυρσα.. νήφων ἀοίνοις S.OC 100
;ὑπ' ἐχθροῦ νήφοντος ὑβριζόμην D.21.74
; τὸ τοὺς μεθύοντας... πλείω ζημίαν ἀποτίνειν τῶν ν. Lex Pittaciap. Arist.Pol. 1274b20;μεθύοντα.. παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν Pl.Smp. 214c
; ν. θεός, i.e. water, Id.Lg. 773d: prov.,τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῦ μεθύοντος Plu.2.503f
;[Ἀναξαγόρας] οἷον ν. ἑφάνη παρ' εἰκῇ λέγοντας Arist. Metaph. 984b17
;νήφων μεθύοντα ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης θεᾶται X.Smp.8.21
;τὸ νῆφον ὑπὸ τοῦ πάθους βυθίζεται Alciphr.1.13
.II metaph., to be self-controlled, Pl.Lg. 918d; to be sober and wary,νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν Epich.[250]
;γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν 1 Ep.Thess.5.6
; νήψατε εἰς προσευχάς 1 Ep.Pet.l.c.;νήφων καὶ πεφροντικώς Plu. 2.800b
;ν. καὶ φροντιστής Gal.17(1).991
;προμηθής τε καὶ ν. Hdn.2.15.1
; καρδίῃ νήφοντος Poet. ap. Longin.34.4;ν. λογισμός Epicur.Ep. 3p.64U.
2 ν. ἐκ κακοῦ recover oneself from.., Ach.Tat.1.13; ἐγερθέντων καὶ νηψάντων ἀπὸ τῆς πτώσεως Procl.l.c. -
8 ἐραστής
2 metaph., c. gen. rei,τυραννίδος Hdt.3.53
; τῆσδε τῆς γνώμης an adherent of.., S.OT 601 ; (lyr.); παίδων eager for children, Id.Supp. 1088 ; πραγμάτων, = πολυπράγμων, Ar. Pax 191, Nu. 1459 ; τοῦ πονεῖν fond of work, Id.Pl. 254 ; λόγων, νοῦ καὶ ἐπιστήμης, Pl.Phdr. 228c, Ti. 46d ;ἐπαίνου X.Cyr.1.5.12
, cf. Plu.Cam.25, etc.; alsoἐ. περὶ τὸ καλὸν καὶ τῆς Ἀφροδίτης καλῆς οὔσης Pl.Smp. 203c
: as fem.,ἐρασταὶ αὐτοῦ πολλαὶ πόλεις Philostr.VS1.25.1
;ἐ. γυνή Luc.Philops.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐραστής
-
9 θεράπων
θεράπων, οντος, ὁ, der Diener, bei Hom. bes. der Kriegsgefährte, der freie Mann, der an der Seite des Andern kämpft, wie Achilleus den Patroklos seinen ϑ. nennt, Il. 16, 244. 18, 152, und Meriones des Idomeneus ϑεράπων ist, 23, 113, u. 19, 143 alle griechischen Heerführer die ϑεράποντες des Agamemnon heißen. Bes. heißt so bei Hom. der Wagenlenker, Il. 8, 113, ἡνίοχος ϑεράπων, 13, 386, der wie der κήρυξ, Od. 18, 424, nicht zu der gewöhnlichen Dienerschaft zu rechnen ist. Allgemeiner sind es Aufwärter, Diener im Hause, ϑεράποντε δαήμονε δαιτροσυνάων Od. 16, 253, die aber nicht Knechte, δοῦλοι, sind, sondern freie Leute, die den Mächtigeren sich freiwillig zu ehrenvoller Dienstleistung unterordnen, wie Eteoneus, des Menelaus ϑεράπων, κρείων heißt, 4, 22. So sind die Könige ϑεράποντες des Zeus, Od. 11, 255, u. die tapferen Krieger ϑεράποντες Ἄρηος, Il. 2, 110 u. öfter; Μουσάων ϑεράποντες, die Dichter u. Sänger, H. h. 32, 20; vgl. Hes. Th. 769; ähnl. λωτός, Μουσᾶν ϑερ., Eur. El. 717; übh. Verehrer, wie Ἀπόλλωνος ϑεράπων Pind. Ol. 3, 17. Vgl. τῆς Ἀφροδίτης ἀκόλουϑος καὶ ϑεράπων γέγονεν ὁ Ἔρως, Plat. Conv. 203 c. – Uebh. Diener, Ar. Plut. 3 Av. 516; Her. 5, 105; Xen. Cyr. 8, 2, 16; περὶ τὰ ἐπιτήδεια 8, 5, 6; Thuc. 7, 13; ἄνευ ϑεραπόντων αὐτοῖς ἑαυτῶν διακονήσεις Plat. Legg. I, 633 c. – Adjectivisch Pind. οἶκον ξένοισι ϑεράποντα, das den Fremden dient, das gastliche, O. 13, 3.
-
10 λῃστρικός
λῃστρικός, = λῃστικός, ναῦς, Thuc. 4, 9; βίος, Arist. pol. 1, 5, wie D. Sic. 2, 48; δύναμις, Plut. Sert. 18, λῃστρικοί, οἱ, Räuber, Strab. VII, 293, τὸ λῃστρικόν, die Räuberbande, oft als v. l. für λῃστικόν. Auch übertr., τὰ λῃστρικὰ τῆς Ἀφροδίτης φεύγετε, Simonds 58 (V, 161). – Adv., = λῃστικῶς, Strab. II, 126 u. Sp.
-
11 ὄργια
ὄργια, τά, geheime, religiöse Gebräuche, geheimer Gottesdienst; von den eleusinischen Mysterien, H. h. Cer. 274. 476; σεμνὰ ϑεαῖν, Ar. Thesm. 948; von dem geheimen Dienste der Kabiren und der Demeter Achäia, Her. 2, 51. 5, 61; später vorzugsweise vom Dienste des Bacchus, Eur. Bacch. 34. 79 u. öfter; τὰ μυστῶν ὄργι' εὐτύχησ' ἰδών, Herc. Fur. 613; Μουσῶν, Ar. Ran. 356; auch ὀργίοις τῆς Ἀφροδίτης εἰλημμένος, Lys. 832; öfter in später Prosa, wie Plut. u. Luc. – Uebh. heiliger Dienst, Gottesdienst, Opfer, φιλοϑύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων μνήστορες ἔστε μοι, Aesch. Spt. 180; ὅπ ως δὲ σεμνῶν ὀργίων ἐδαίετο φλόξ, Soph. Trach. 762, vgl. Ant. 1000, wo es auf die aus dem Feuer der Opfer entnommenen Weissagungen geht. – Auch = Geheimniß, bes. die Mysterien der Liebe, φιλο ύντων, Thall. 4 (IX, 220); ὄργια σιγῆς, Gall. 2 ( Plan. 89), u. öfter in der Anth. – Es hängt wahrscheinlich mit ἔοργα zusammen, wie ἔρδειν bes. vom Opfern gesagt wird, vgl. Ilgen H. h. Apoll. Pyth. 212 u. Lob. Aglaoph. p. 301; einige Alte leiteten es ab von εἴργειν τοὺς ἀμυήτους αὐτῶν; Passow bemerkt: »für die Ableitung von ὀργάω, ὀργή, ὀργάς scheint dagegen die Analogie von ϑυσία, ϑύω, ϑυμός zu sprechen; der Grund der Benennung läge dann in der enthusiastischen Entzückung, mit der die ὄργια begangen wurden.«
-
12 οργια
τά1) культ. оргии, тайные обряды, мистерииὄ. θεαῖν Arph. — мистерии в честь обеих богинь (т.е. Деметры и Персефоны);
ὄ. τῆς Ἀφροδίτης Arph. — оргии в честь Афродиты2) священнодействие или жертвоприношение3) празднество, праздник(Μουσῶν Arph.)
-
13 μαστός
-
14 Купидон
-а α.ο Ερως (παιδί της Αφροδίτης). || μτφ. ομορφόπαιδο. -
15 λῃστρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λῃστρικός
-
16 μεθύω
μεθύω [ῠ], ([etym.] μέθυ), only [tense] pres. and [tense] impf.: [tense] fut. and [tense] aor. [voice] Act. belong to μεθύσκω ( μεθύσας is f.l. in Nonn.D.28.211; μεθύσαντας is f.l. for - τες in Plu.2.239a), [tense] aor. being supplied by [voice] Pass. of μεθύσκω:—A to be drunken with wine,νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικώς Od.18.240
; μεθύων, opp. νήφων, Thgn.478, 627, cf. Alc.Supp.4.12, Pi.Fr. 128, Ar.Pl. 1048, PHal.1.193 (iii B. C.), etc.;μ. ὑπὸ τοῦ οἴνου X. Smp.2.26
; τὸ μεθύειν drunkenness, Antiph.187.2, Alex.43;τὸ μ. πημονῆς λυτήριον S.Fr. 758
.II metaph.,1 of things, to be drenched, steeped in any liquid, c. dat., e.g.βοείην.. μεθύουσαν ἀλοιφῇ Il.17.390
;μεθύων ἐλαίῳ λύχνος Babr.114.1
; [χείμαρρος] ὄμβροισι μ. AP9.277
(Antiphil.).2 of persons, to be intoxicated with passion, pride, etc.,ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης X.Smp.8.21
;ὑπὸ τρυφῆς Pl.Criti. 121a
;ἔρωτι Anacr.19
;τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων D.4.49
;περὶ τὰς ἡδονάς Philostr.VS1.22.1
;οὐ μ. τὴν φρόνησιν Alex.301
;μ. τὸ φίλημα AP5.304
. -
17 παρεμπορεύομαι
A traffic in besides: metaph.,μικρὰ π. τῆς ἀφροδίτης Alciphr.Fr.6.16
; τὸ τερπνὸν π. yield delight besides instruction, Luc.Hist.Conscr.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεμπορεύομαι
-
18 χηρεύω
χηρ-εύω, intr.,A to be without, lack, c. gen.,νῆσος ἀνδρῶν χ. Od.9.124
, cf. Plu. Pomp.28, Ael.NA4.59:γῆ χ. τῶν ἐκπονούντων Alciphr.3.25
;ὁλκὰς τῶν ἐμπλεόντων χηρεύουσα Hld.1.1
; τῶν τῆς Ἀφροδίτης ὀργίων χ. Ach. Tat.4.1;οὐδέποτε χ. τῶν ὄντων τινὸς ὁ κόσμος Herm.
ap. Stob.1.41.6;χ. ἀπό τινος Steph. in Hp.1.219
D.2 abs. of a woman, to be widowed, live in widowhood, Is.6.51, D.30.11,33; of birds, Arist. Fr. 347; also of men, to be a widower, Plu.Cat.Ma.24:—[voice] Med.,χηρεύσῃ λέχος E.Alc. 1089
.II trans., bereave, E.Cyc. 440;πεσὼν χηρεύσει σύνοικον Aphth.Prog.13
. -
19 Ἀπατουρία
Ἀπᾰτουρία, ἡ, title of Aphrodite at Troezen, Paus.2.33.1:—also [full] Ἀπατούρη IPE2.28 ([place name] Panticapaeum); [full] Ἀπατουριάς ib.352 ([place name] Phanagoria):—also [full] Ἀπάτουρον (leg. - ούριον) τὸ τῆς Ἀφροδίτης ἱερόν, at Phanagoria, Str.11.2.10. (ἀ- copul., πατήρ, cf. ὁμοπάτορες.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀπατουρία
-
20 ὄργια
A secret rites, secret worship, practised by the initiated, a post-Hom. word ; used of the worship of Demeter at Eleusis, h.Cer. 273, 476. Ar.Ra. 386, Th. 948 ; of the rites of the Cabeiri and Demeter Achaia, Hdt.2.51,5.61; of Orpheus, Id.2.81; of Eumolpus, App.Anth.1.318 ; of Cybele, E.Ba.78 (lyr.): most freq. of the rites of Dionysus, Hdt.2.81, E.Ba.34, al., Theoc.26.13.II generally, rites, sacrifices, SIG57.4 (Milet., v B. C.), A.Th. 179 (lyr.), S.Tr. 765, Ant. 1013 ;ὄργια Μουσῶν Ar.Ra. 356
.2 metaph., mysteries, without reference to religion, ;τοῖς τῆς Ἀφροδίτης ὀ. εἰλημμένον Ar.Lys. 832
, cf. Ach.Tat.4.1;τὰ Ἐπικούρου θεόφαντα ὄ. Metrod.38
.—The sg. ὄργιον is rare, Jahresh.13Beibl.29 No.3 (Erythrae, iv B. C.), Luc.Syr.D.16, Orph.H.52.5. (Prob. cogn. with ἔρδω, ῥέζω, cf. ἔργον, ὀργεών.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζώνη της Αφροδίτης — Ζωνοειδής κεραιοφόρος οργανισμός. Ανήκει στα κτενοφόρα και είναι ημιδιαφανής, επιμήκης και πλατύς όπως ακριβώς και μια ζώνη. Έχει ύψος έως 1,5 εκ. και μήκος έως 1,5 μ. Ζει στη Μεσόγειο και στον τροπικό Ατλαντικό ωκεανό … Dictionary of Greek
κεστός ή ζώνη της Αφροδίτης — (Cestum veneris). Θαλάσσιο ζώο του φύλου των κτενοφόρων που βρίσκεται σε όλες τις θερμές θάλασσες και αφθονεί στη Μεσόγειο. Ο κ. κολυμπά ή αφήνεται να παρασυρθεί από τα ρεύματα. Το σώμα του είναι πλευρικά πεπλατυσμένο, ώστε να έχει τη μορφή… … Dictionary of Greek
κόμη της Αφροδίτης — (Adantium capillus veneris). Επιστημονική ονομασία του φυτού αδιάντοπολυτρίχι. Βλ. λ. αδιάντο … Dictionary of Greek
Ἀφροδίτης — Ἀφροδί̱της , Ἀφροδίτη Aphrodite fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδίτης — ἀφροδί̱της , Ἀφροδίτη Aphrodite fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυτιλήνης — Η αρχαιολογική συλλογή του Μουσείου Μυτιλήνης στεγάζεται σε δύο κτίρια. Το παλαιότερο (Αργύρη Εφταλιώτη 7 & 8ης Νοεμβρίου) στεγάζει ευρήματα από τα προϊστορικά ως τα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ στο νεότερο (8ης Νοεμβρίου) παρουσιάζονται ευρήματα των… … Dictionary of Greek
Ακροκόρινθος — Η ακρόπολη της αρχαίας Κορίνθου και από τις πιο οχυρωμένες ελληνικές ακροπόλεις. Από πολύ νωρίς, γύρω στο 1000 π.Χ., όταν άρχισε να διαμορφώνεται στη βορειοανατολική πλαγιά του ο συνοικισμός που εξελίχθηκε στην πόλη Κόρινθο των ιστορικών χρόνων,… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek